Rating
0
Description

«Γύρισαν στο σπίτι το απόβραδο. Δείπνησαν υπό το φέγγος της λάμπας κι έπειτα το παιδί, καθισμένο στο κεφαλόσκαλο, παρακολουθούσε το σκοτάδι να καλύπτει σιγά σιγά τα πάντα, αφουγκραζόταν τους νυχτοπάτες και τα βατράχια, μέχρι που άκουσε τη μητέρα του να φωνάζει: ‟Άμπνερ! Όχι! Μη! Θεέ μου. Θεέ μου. Άμπνερ!” και τότε σηκώθηκε, στράφηκε πίσω του ανάστατο και είδε ότι ο φωτισμός είχε αλλάξει μες στο σπίτι, ένα κεράκι τρεμόφεγγε σ’ ένα μπουκάλι στο τραπέζι, και ο πατέρας του, φορώντας ακόμα το καπέλο και το παλτό του […], έχυνε το πετρέλαιο της λάμπας στο τετράλιτρο μπιτόνι του, ενώ η μητέρα τον τραβούσε από το δεξί χέρι, ωσότου ο πατέρας έπιασε τη λάμπα με το αριστερό και κόλλησε τη γυναίκα του στον τοίχο […].»

Απόσπασμα από το βιβλίο